αλήιστος

αλήιστος
ἀλήϊστος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να ληστευθεί, αλεηλάτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ληϊστὸς < ληΐζομαι «λεηλατώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”